- σύνδειπνος
- -η, -ο / σύνδειπνος, -ον, ΝΜΑ, και σύδειπνος, -η, -ο, Ναυτός που παρακάθεται σε δείπνο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόναςαρχ.1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Σύνδειπνοιτίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλέους2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύνδειπνοιμέλη λέσχης που δειπνούσαν όλοι μαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. ἀπό-δειπνος].
Dictionary of Greek. 2013.